ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Αἰμίλιος Δημ. Μαυρουδῆς
Γεννήθηκα στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Καβάλας (καταγόμενος ἀπὸ τὸ Παλαιοχώρι). Σπούδασα Φιλολογία στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (εἰδίκευση: Κλασικὴ Φιλολογία). Τὸ 1982 διορίσθηκα ἐπιστημονικὸς συνεργάτης σὲ Ἕδρα τῆς Σχολῆς, τὸ 1989 ἀναγορεύθηκα διδάκτωρ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας (μὲ βαθμὸ Ἄριστα), καὶ ἀκολούθως ἐξελέγην λέκτορας (1990), ἐπίκουρος καθηγητής, ἀναπληρωτής καθηγητής, καὶ ἀπὸ τὸ 2009 ἕως τὸ 2023 ὑπηρέτησα ὡς καθηγητὴς πρώτης βαθμίδας. Διετέλεσα ἐπὶ ἑπτὰ συνεχόμενες θητεῖες Διευθυντὴς τοῦ Τομέα Κλασικῶν Σπουδῶν, Ἀναπληρωτὴς Πρόεδρος τοῦ Τμήματος, ἀκολούθως ἀπὸ τὸ 2015 ἕως τὸ 2020 Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Φιλολογίας, καὶ ἐπὶ δύο ἔτη Ἀναπληρωτὴς Κοσμήτορα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς. Ἀπὸ τὸ 2021 ἕως τὸ 2023 διετέλεσα Πρόεδρος τῆς Πανεπιστημιακῆς Βιβλιοθήκης καὶ τοῦ Κέντρου Πληροφόρησης τοῦ Πανεπιστημίου, Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκδόσεων, καὶ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀπόδοσης Τιμῶν, καθὼς καὶ μέλος διαφόρων ἄλλων Ἐπιτροπῶν τοῦ Τμήματος, τῆς Σχολῆς καὶ τοῦ Πανεπιστημίου. Τὰ κύρια ἐρευνητικὰ ἐνδιαφέροντά μου ἐπικεντρώνονται στὴ μελέτη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἰατρικῆς γραμματείας, ἐνῶ τὰ διδακτικὰ ἐπεκτείνονταν στὴ Φιλοσοφία καὶ τὴ Ρητορική. Τὸ 2004 ἀναγορεύθηκα διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ (Τομέας Ἱστορικῆς Θεολογίας), ὑποβάλλοντας τὴν ἐργασία
Ἱστορία τῆς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως
(βαθμὸς Ἄριστα). Ἔχω γράψει ἀρκετὰ βιβλία, καθὼς καὶ πολλὰ ἄρθρα, σχετικὰ μὲ τὴν ἀρχαία καὶ τὴ βυζαντινὴ γραμματεία, σὲ ἐπιστημονικὰ περιοδικὰ καὶ σὲ συλλογικοὺς τόμους, καθὼς καὶ τρία βιβλία γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία (Ἐλευθερούπολη, Πωγωνιανή). Τὴν 31η Αὐγούστου 2020 ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ Ἀρχιεπίσκοπός μας κ.κ. Βαρθολομαῖος μοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Νοταρίου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 2023 εἶμαι Ὁμότιμος Καθηγητὴς τοῦ ΑΠΘ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΦΙΛΙΠΠΩΝ
ΑΠ᾽ ΑΡΧΗΣ ΕΩΣ ΤΟΝ 15ο/16ο ΑΙΩΝΑ
(Περίληψη)
Ἡ Μητρόπολη Φιλίππων, μὲ ἕδρα της τὴν ὁμώνυμη πόλη, μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες τῆς Πρώτης Μακεδονίας (κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ διαίρεση), μαρτυρεῖται ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ ὑπάρχει ἀδιαλείπτως ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ἕως σήμερα, παρὰ τὶς διάφορες μεταβολὲς στὸ ἐκκλησιαστικὸ καθεστώς της (ὑφιστάμενη εἴτε αὐτοτελῶς εἴτε συνενωμένη μὲ ὅμορες μητροπόλεις) καὶ παρὰ τὶς ἀλλαγὲς ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἕδρα καὶ τὴ δικαιοδοσία της.
Κατ᾽ ἀρχὴν οἱ Φίλιπποι ὡς Ἐπισκοπὴ ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἐνῶ σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ Ἰλλυρικοῦ στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (τὸ 733 μ.Χ.) πρέπει νὰ προήχθη σὲ Μητρόπολη ὑπὸ τὸν τίτλο «Μητρόπολις Φιλίππων». Τὸ 1616 ἑνώθηκε μὲ αὐτὴν ἡ ἐρημωθεῖσα Ἐπισκοπὴ Χριστουπόλεως, ἐνῶ τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 1619, προσετέθη καὶ ἡ ὅμορη Μητρόπολη Δράμας (ἡ ὁποία παλαιότερα ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Φιλίππων ὡς πρωτοπαπαδίκιον), καὶ ὁ τίτλος τῆς ἐπαρχίας διευρύνθηκε ὡς «Φιλίππων καὶ Δράμας». Τὸ 1663 ἡ Μητρόπολη κατέστη τετραώνυμος, μὲ τὴ συνένωση μὲ αὐτὴν τῆς Μητροπόλεως Ζιχνῶν καὶ Νευροκόπου (Νευροκοπίου), δηλαδὴ προέκυψε ἡ εὐρύτατης δικαιοδοσίας «Μητρόπολις Φιλίππων καὶ Δράμας, Ζιχνῶν καὶ Νευροκόπου»· ὑπὸ τὸν παραπάνω τίτλο διατηρήθηκε ἡ Μητρόπολη ἕως τὸ 1882. Τότε ἀπεσπάσθη ἀπὸ αὐτὴν ἡ ἐπαρχία Νευροκοπίου, ὁπότε ὁ τίτλος τῆς πρώην τετραωνύμου Μητροπόλεως μεταβλήθηκε σὲ «Μητρόπολις Φιλίππων, Δράμας καὶ Ζιχνῶν», ἐνῶ τὸ 1924 ἀποσπάσθηκε καὶ ἡ ἐπαρχία Ζιχνῶν, καὶ ὁ τίτλος τῆς Μητροπόλεως ἔγινε καὶ πάλι «Φιλίππων καὶ Δράμας». Πρέπει ὅμως νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι στὰ διάφορα ἔγγραφα ἡ ἐν λόγῳ Μητρόπολη δὲν καταγράφεται πάντοτε μὲ τὸν κάθε φορὰ ἐπίσημο τίτλο της, ἀλλὰ συνήθως, καὶ αὐτὸ φυσικὰ μετὰ τὸ 1619, ἐντοπίζεται καταγεγραμμένη εἴτε ὡς «Δράμας καὶ Φιλίππων» εἴτε ἁπλῶς ὡς «Δράμας» (κυρίως κατὰ τοὺς νεότερους χρόνους). Προφανῶς, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι εἶχε ἀτονίσει ἡ ἐνθύμηση τῶν Φιλίππων καὶ ἡ Μητρόπολη ἕδρευε πλέον στὴ Δράμα, στὴν ἐπίσημη ἀλληλογραφία εἴτε προτασσόταν ἡ ὀνομασία τῆς Δράμας εἴτε χρησιμοποιοῦνταν ὡς τίτλος τῆς Μητροπόλεως μόνον τὸ ὄνομα τῆς πόλεως αὐτῆς. Ἡ ἐνθύμηση καὶ ἡ διεκδίκηση τοῦ τίτλου τῶν Φιλίππων ἀναζωπυρώθηκε ὅταν αὐτὸς διεκδικήθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Καβάλας Χρυσόστομο Χατζησταύρου, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἐπέτυχε τὴν ἀφαίρεσή του ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ Δράμας καὶ τὴ μετονομασία τῆς Μητροπόλεως Καβάλας σὲ «Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως».
Ὅσον ἀφορᾶ τώρα τὶς ἐπισκοπὲς τῆς Μητροπόλεως Φιλίππων, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι πότε ἀκριβῶς καὶ σὲ πόσο χρονικὸ διάστημα συντελέσθηκε ἡ ἐπισκοπικὴ διάρθρωσή της παραμένει ἄγνωστο· ὡστόσο στὴν ἀρχὴ τοῦ 10ου αἰῶνα ἡ Μητρόπολη ἔχει ἤδη ἕξι ὑποκείμενες ἐπισκοπές, καὶ λίγο ἀργότερα ἑπτά. Μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν ὅμως ἀπώλεσε ὅλες τὶς ἐπισκοπές της (ἴσως περὶ τὸ τέλος τοῦ 12ου αἰῶνα), πλὴν αὐτὴν τῆς Ἐλευθερουπόλεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία διασώθηκε, καὶ τὸ 1889 προήχθη σὲ Μητρόπολη, ἀποτελώντας σήμερα τὴν πρὸς δυσμὰς ὅμορη πρὸς τὴν Φιλίππων ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία.
Σὲ σχέση μὲ τὶς ἐν λόγῳ ἐπισκοπὲς ὑπάρχει κάποιο ζήτημα, ἐπειδὴ δύο ἀπὸ αὐτές (οἱ Βελικείας καὶ Σμολαίνων) καταγράφονται στὰ ἐκκλησιαστικὰ Τακτικὰ ἄλλοτε ὑπὸ τὸν Φιλίππων καὶ ἄλλοτε ὑπὸ τὸν Φιλιππουπόλεως. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι στὶς πηγές, ἐκκλησιαστικὲς καὶ θύραθεν, παρατηρεῖται συχνὰ σύγχυση τῶν ὀνομάτων τῶν Φιλίππων και τῆς Φιλιππουπόλεως, χωρὶς πάντοτε νὰ εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστωθεῖ ποιά ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς πόλεις ἀφορᾶ ἡ ἑκάστοτε σχετικὴ μνεία.
Ἡ σύγχυση αὐτὴ ἔχει ἐπίσης ὡς συνέπεια τὴ δυσκολία καθορισμοῦ τῆς δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως Φιλίππων ἀλλὰ καὶ τῆς συγκροτήσεως τοῦ ἐπισκοπικοῦ καταλόγου της, κυρίως κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας της, γιὰ τοὺς ὁποίους διασώζονται ἀντικρουόμενες καὶ ἀσαφεῖς πληροφορίες, ἐπινοημένες ἀπὸ μεταγενέστερους· πάντως σὲ κάθε περίπτωση ἀδυνατοῦμε μὲ τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα νὰ ἐλέγξουμε ἀποτελεσματικὰ τὴν ἀξιοπιστία τους.
Ἡ σύνταξη ὅμως τοῦ ἐπισκοπικοῦ καταλόγου τῶν Φιλίππων παρουσιάζει δυσκολίες ἀκόμη καὶ γιὰ μεταγενέστερες ἐποχές. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ἔλλειψη ἐπαρκῶν στοιχείων, κυρίως ἐκκλησιαστικῶν ἐγγράφων, ἀλλὰ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ κάποιους ἐπισκόπους ἐντοπίζονται ἀντικρουόμενα στοιχεῖα, κάποιων ἄλλων γνωρίζουμε τὴν ἀρχιερατεία τους γιὰ κάποιο συγκεκριμένο διάστημα, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ὄνομά τους, ἢ ἔχουμε μαρτυρία γιὰ τὴν ἴδια τὴ Μητρόπολη Φιλίππων κατὰ κάποιο ἔτος, χωρὶς νὰ κατονομάζεται ταυτόχρονα καὶ ὁ τότε ἀρχιερέας της. Ἕνα ἄλλο πρόβλημα συνδέεται μὲ τὴν μνεία ἀρχιερέα ἀνωνύμως σὲ συγκεκριμμένο ἔτος, τὸ ὁποῖο εἶναι πολὺ πλησίον στὴν ἀρχιερατεία προηγούμενου ἢ ἑπόμενου κατονομαζόμενου ἀρχιερέα, μὲ συνέπεια νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀποκλεισθεῖ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μὴν πρόκειται γιὰ διαφορετικὸν ἀρχιερέα, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀνωνύμως μνημονευόμενος νὰ πρέπει νὰ ταυτισθεῖ εἴτε μὲ τὸν προγενέστερό του ἢ μὲ τὸν καταγραφόμενο ἀμέσως μετά. Ἡ ἀδυναμία νὰ ἐλέγξουμε μὲ βεβαιότητα αὐτὲς τὶς ἀνώνυμες μνεῖες ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ καταγράφονται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους σὲ ἰδιαίτερα λήμματα (ἴσως μερικὲς φορὲς ἀδικαιολόγητα) ὅλοι οἱ ἀνωνύμως μνημονευόμενοι ἀρχιερεῖς. Φυσικὰ ὑπάρχουν καὶ διάφορα ἄλλα εἰδικότερα σχετικὰ ζητήματα ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθοῦν πρὶν καταλήξει κάποιος στὴν ὁριστικοποίηση, κατὰ τὸ δυνατόν, τοῦ ἐπισκοπικοῦ καταλόγου.
Γενικὰ ἡ συγγραφὴ τῆς ἱστορίας τῆς παλαιφάτου Μητροπόλεως Φιλίππων καὶ ἡ σύνταξη τοῦ ἐπισκοπικοῦ καταλόγου της εἶναι ἕνα ἔργο ἰδιαίτερα δύσκολο καὶ κοπιῶδες. Πάντως βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, παρ᾽ ὅλες τὶς ἀντιξοότητες τῶν καιρῶν καὶ τὰ κατὰ καιροὺς μείζονα προβλήματα ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὕπαρξή της (ὅπως οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομές), κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει, καὶ ὁ τίτλος Φιλίππων (ἔστω καὶ κατὰ τὶς συνενώσεις μὲ ἄλλες ἐπαρχίες) νὰ παραμείνει ἀπαράγραπτος ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνες.