ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Dietrich Benner φοίτησε στο κλασικό Γυμνάσιο Görres-Gymnasium της πόλης Koblenz (Γερμανία). Σπούδασε Φιλοσοφία, Γερμανική Φιλολογία, Ιστορία και Παιδαγωγική στα Πανεπιστήμια της Βόννης (1961-1962) και της Βιέννης (1962-1965). Το 1965 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, με σύμβουλο καθηγητή τον Erich Heintel. Επρόκειτο για μία φιλοσοφική έρευνα πάνω στον Hegel και τον Marx. Από το 1965 έως το 1971, ήταν επιστημονικός βοηθός του καθηγητή Josef Derbolav στο Τμήμα Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου της Βόννης. Εκεί, υπέβαλε, το 1970, την υφηγεσία του πάνω στο ερευνητικό πεδίο της Παιδαγωγικής επιστήμης. Το 1973, διορίστηκε ως καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο του Münster (Westfälische Wilhelms-Universität Münster). Ακολούθησαν διορισμοί στη θέση καθηγητή στα Πανεπιστήμια του Klagenfurt και της Ζυρίχης, το 1976 και 1977 αντίστοιχα. To 1991 διορίστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Humboldt-Universität zu Berlin), από το οποίο αφυπηρέτησε το 2009. Από το 2008 έως το 2013 ήταν καθηγητής της Παιδαγωγικής Επιστήμης στο Kardinal-Stefan-Wyszyński-Universität Warschau (Βαρσοβία), όπου και ίδρυσε το Τμήμα Παιδαγωγικής Θεωρίας. Έχει υπηρετήσει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά Πανεπιστήμια, όπως π.χ. στο Φριβούργο, Ζυρίχη, Βασιλεία, Odense, Πράγα, Βιέννη και Αμβούργο. Από το 1999 μέχρι σήμερα διδάσκει και πραγματοποιεί έρευνα σε τακτική βάση στο East China Normal University στη Σαγκάη (ECNU).

Τιμητικές διακρίσεις:
2004: Επίτιμος καθηγητής στο East China Normal University (ECNU) Σαγκάη.
2009: Επίτιμος διδάκτωρ του Universität Aarhus (Δανία)
2011: Επίτιμος διδάκτωρ του Åbo Akademi Universität (Φινλανδία)
2012: Επίτιμο μέλος Deutsche Gesellschaft für Erziehungswissenschaft (Γερμανική εταιρία Παιδαγωγικής Επιστήμης)
2020: Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Αμβούργου
2023: Μετάλιο τιμής της Πολωνικής Εταιρίας για την Φιλοσοφική Παιδαγωγική
2024: Βραβείο Ernst-Christian-Trapp, το οποίο του απένειμε η Deutsche Gesellschaft für Erziehungswissenschaft (Γερμανική εταιρία Παιδαγωγικής Επιστήμης)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Τίτλος εισήγησης στα Γερμανικά:

Begegnungen mit dem Fremden als Inspirationsquelle für die Kultivierung

von Religiosität und Interreligiosität aus der Sicht von „παιδεία, πίστις, πόλις”

Τίτλος εισήγησης στα Ελληνικά:

Η συνάντηση με την ετερότητα ως πηγή έμπνευσης για την καλλιέργεια της θρησκευτικότητας και της αρμονικής διαθρησκειακής συνύπαρξης.

Προσέγγιση μέσα από την οπτική του τρίπτυχου „παιδεία, πίστις, πόλις”

Η παρούσα εισήγηση αναλύει σε τρεις ενότητες την παιδαγωγική σημασία των εμπειριών που δημιουργούνται μέσω της συνάντησης με τη θρησκευτική ετερότητα, ως πηγής έμπνευσης για την καλλιέργεια της θρησκευτικότητας και της διαθρησκειακής συνύπαρξης.

Η πρώτη ενότητα αναλύει τις σχέσεις μεταξύ των εννοιών «παιδεία, πίστις, πόλις». Πρόκειται για ένα τρίπτυχο εννοιών, το περιεχόμενο του οποίου δεν μπορεί να προσδιορίσει μονάχα μία εκ των τριών εννοιών. Και τούτο διότι οι τρεις αυτές έννοιες αλληλοεξαρτώνται. Το τρίπτυχο «παιδεία, πίστις, πόλις» εκφράζει μία αμοιβαία σχέση μεταξύ τριών διαφορετικών τρόπων θέασης του κόσμου: α. μέσω της παιδαγωγικής διαδικασίας, β. μέσω της θρησκευτικής πίστης και γ. μέσω του πολιτικού.

Η δεύτερη ενότητα άνει λόγο για τα είδη των μορφωτικών εμπειριών που προκύπτουν κατά τη συνάντηση με τη θρησκευτική ετερότητα. Σε τέτοιου είδους εμπειρίες συνάντησης βρέθηκε ο Απόστολος Παύλος, όταν μετέφερε το χριστιανικό μήνυμα από την Ασία στην Ευρώπη. Ο τρόπος με τον οποίον ο Απόστολος Παύλος αντιμετώπισε τη συνάντηση αυτή, αποτυπώνεται σ’ έναν πίνακα του 1897, έργο του Γερμανού ζωγράφου Max Klinger. Ειδικότερα, ο εν λόγω πίνακας αναπαριστά την «είσοδο του Χριστού στον Όλυμπο». Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το θέμα του πίνακα προκαλεί στον θεατή εμπειρίες συνάντησης με την ετερότητα, οι οποίες, ωστόσο, δεν αποτυπώνονται στο έργο αυτό.

Η τρίτη ενότητα της εισήγησης αφορά στις εμπειρίες συνάντησης με την ετερότητα, όπως αυτές αναπτύσσονται μεταξύ των Αβρααμικών θρησκειών. Ακόμη, τίθεται ως θέμα προβληματισμού οι εντάσεις και οι παρεξηγήσεις, τις οποίες μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω εμπειρίες συνάντησης. Ακριβώς, για την αντιμετώπισή τους προτείνονται ως θέμα συζήτησης τρεις κανόνες:

– Ο πρώτος επισημαίνει ότι οι θρησκείες πρέπει να εισάγουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους τις θεμελιώδεις παραδοχές τους, όπως ακριβώς θεωρούν ότι τις έχουν υιοθετήσει επί τη βάσει της θείας αποκάλυψης. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να τις απολυτοποιούν. Απεναντίας, θα πρέπει να δείχνουν ενδιαφέρον για τις θεμελιώδεις παραδοχές των άλλων (διαφορετικών) θρησκειών.

– Ο δεύτερος κανόνας διασφαλίζει ότι καμία θρησκεία δεν μπορεί να αποφασίζει, με βάση τις δικές της θεμελιώδεις παραδοχές, τι πρέπει να θεωρείται ορθόδοξο ή ως αιρετικό στις άλλες θρησκείες.

– Ο τρίτος κανόνας προειδοποιεί για τις εντάσεις και συγχύσεις που μπορούν να δημιουργηθούν τόσο εντός της οικείας θρησκευτικής παράδοσης όσο και εντός της διαφορετικής θρησκευτικής παράδοσης, όταν το οικείο προσπαθεί να αφομοιώσει το ξένο θεωρώντας το ως ένα τμήμα του εαυτού του, ή, επίσης, όταν το οικείο προσπαθεί να ασκήσει πίεση προς το ξένο.

Το πώς μπορεί να επιτευχθεί όλο αυτό, αναλύεται, εν κατακλείδι, με αναφορά σε μία αντιπαράθεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ σχετικά με την χριστιανική διδασκαλία περί Τριαδικότητας του Θεού και την ισλαμική απαγόρευση, να λατρεύεται ο ένας Θεός μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο δίπλα του (shirk). Καταδεικνύεται ότι έχουμε τη δυνατότητα να εξομαλύνουμε αλλά και να εμβαθύνουμε στην εν λόγω αντιπαράθεση, έχοντας τη βοήθεια της θεωρίας του Michael Walzer σχετικά με την «παγκοσμιότητα των επαναλήψεων».